- αύθις
- αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α)1. πίσω στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε»)2. χρον. πάλι, ξανά3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῡτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε σύντομα)4. στο εξής, από δω και πέρα5. αφετέρου, επιπλέον6. φρ. οἱ αὖθιςοι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύθις καθώς και ο παράλληλος επικ. και ιων. τ. αύτις (πρβλ. οσκ. auti) ανάγονται στο επίρρ. αυ*. Ο τ. αύθις προήλθε πιθ. από συμφυρμό των αύτις και αύθι* και το δασύ -θ- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά προς το αύθι και τα επιρρ. σε -θι].
Dictionary of Greek. 2013.